ανέκοπος
Смотреть что такое "ανέκοπος" в других словарях:
ανέκοπος — η, ο 1. αυτός που γίνεται χωρίς κόπο, άκοπος 2. αυτός που δεν αισθάνεται κόπωση, ακούραστος 3. αδιάκοπος, συνεχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανε * (στερητικό) + κόπος] … Dictionary of Greek
ανέκοπος — η, ο 1. αυτός που γίνεται χωρίς κόπο, άκοπος 2. αυτός που δεν αισθάνεται κόπωση, ακούραστος 3. αδιάκοπος, συνεχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανε * (στερητικό) + κόπος] … Dictionary of Greek